μετατίκτω

μετατίκτω
μετατίκτω (Α) [τίκτω]
γεννώ έπειτα ή υστερότερα («τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετά μὲν πλείονα τίκτει», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”